- πρασιά
- (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40-80 εκ., με βολβό ωοειδή, άσπρο και 3-5 παράρριζα φύλλα. Ο καρπός του είναι ωοειδής κάψα. Φυτρώνει σε καλλιεργούμενα χωράφια, σε αμπελώνες και φράχτες της Πελοποννήσου και των νησιών. Επίσης στη Μεσογειακή Ευρώπη, στην Αφρική και στη δυτική Ασία. Το 2ο, το άλλιο το σφαιροκέφαλο ανήκει στην ίδια οικογένεια, είναι πολυετής πόα, ύψους 30-80 εκ. Έχει άνθη ζωηρά, ρόδινα ή κόκκινα, σε πυκνό πολυανθές σκιάδιο. Πρόκειται για φυτό που φυτρώνει σε χέρσα ή καλλιεργημένα χωράφια σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και στην Ευρώπη, δυτική Ασία και βόρεια Αφρική. Οι βολβοί του τρώγονται ως λαχανικό ή τουρσί. Τέλος το 3ο, το άλλιον το δασύ της ίδιας και αυτό οικογένειας είναι επίσης πολυετής πόα, ύψους 20-50 εκ., με βολβό μικρό, στρογγυλό και χιτώνα τραχύ. Ο βλαστός του είναι λεπτός κυλινδρικός με 2-3 φύλλα επιμήκη, επίπεδα τριχωτά και τα άνθη του είναι άσπρα. Είναι είδος κοινό σε πετρώδεις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς, της Πελοποννήσου και των ελληνικών νησιών. Φυτρώνει επίσης και στη Μεσογειακή Ευρώπη.
* * *η, ΝΑ, πρασεά και ιων. τ. πρασιή, Α [πράσον]τμήμα κήπου ή αγρού φυτευμένο με λαχανικά ή λουλούδια, βραγιά, παρτέρινεοελλ.1. κάθε τμήμα στο οποίο υποδιαιρείται ένας κήπος με τη διάνοιξη παρόδων2. ελεύθερος χώρος με φυτά ανάμεσα ή μπροστά σε οικοδομήματααρχ.1. χειρουργικό όργανο2. φρ. «πρασιαί πρασιαί» — κατά ομάδες ή συντροφιές.
Dictionary of Greek. 2013.